σολατσαδόρος

σολατσαδόρος
ο, Ν
βλ. σουλατσαδόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σουλατσαδόρος — και σολατσαδόρος, ο, θηλ. σουλατσαδόρισσα, Ν 1. αυτός που σουλατσάρει, ο αργόσχολος 2. φρ. «είναι τοκιστής και σουλατσαδόρος» λέγεται για κάποιον που, ενώ είναι άνεργος και άπορος, συμπεριφέρεται σαν να ήταν τοκιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”